- κροκυδισμός
- κροκῠδ-ισμός, ὁ,A picking of flocks, Gal.19.412:—hence [suff] κροκῠδ-ιον, τό, Dim. of κροκύς, Id.10.867, Theognost.Can.125.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροκυδισμός — κροκυδισμός, ὁ (Α) [κροκυδίζω] η απόσπαση κλωστής από ρούχο ή ύφασμα … Dictionary of Greek
κροκυδισμοῦ — κροκυδισμός picking of flocks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHRENITIS — sapientiae morbus, Plinio, l. 7. c. 51. cui et fimbriarum curam et vestium plicaturas tribuit. Eidem κροκυδισμὸν Galenus ascribit, in Medico; Ubi κροκυδισμὸς, est a verbo κροκυδίζειν, quod Pollux exponit ἐκλέγειν τὸ τραχὺ τοῦ ἐρίου, asperiores… … Hofmann J. Lexicon universale
κροκιδισμός — ο βλ. κροκυδισμός … Dictionary of Greek